- ηωσίνη
- Ερυθρά χρωστική, με χημικό τύπο C2O6H6-Br4O5K2. Είναι άλας με κάλιο της τετροβρωμοφλουορεσκεΐνης και παρασκευάζεται με επίδραση βρωμίου σε φλουορεσκεΐνη είτε σε αλκοολικό είτε σε υδατικό διάλυμα, με παρουσία αλκαλίου. Τα διαλύματα της η. παρουσιάζουν το φαινόμενο του διχροϊσμού· είναι ερυθρά κατά τη διεύθυνση όπου περνά το φως και πρασινοκίτρινα κατά την αντανάκλαση. Η η. χρησιμεύει ως χρωστική των αιμοσφαιρίων (χρωματίζει τα ηωσινόφιλα αιμοσφαίρια), ως αντισηπτική στη δερματολογία και για την παρασκευή ερυθράς μελάνης.
Ηωσινόφιλα του αίματος που παίρνουν το χρώμα τους από τη χρωστική του αίματος.
* * *ηχημ. βλ. εωσίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εωσίνη. Η λ. ηωσίνη μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.